Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
View word page
ἀγρευτής
ἀγρευτής a hunter, like ἀγρεύς, Soph. as adj., ἀγρ. κύνες hounds, Solon; ἀγρ. κάλαμοι a trap of reeds, Anth.

ShortDef

a hunter

Debugging

Headword:
ἀγρευτής
Headword (normalized):
ἀγρευτής
Headword (normalized/stripped):
αγρευτης
IDX:
269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n269
Key:
a)greuth/s

Data

{'content': 'ἀγρευτής\n a hunter, like ἀγρεύς, Soph.\n as adj., ἀγρ. κύνες hounds, Solon; ἀγρ. κάλαμοι a trap of reeds, Anth.', 'key': 'a)greuth/s'}