Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
View word page
πολυπήμων
πολυπήμων πολῠ-πήμων, ον, πῆμα causing manifold woe, baneful, Hhymn.; π. νόσοι diseases manifold, Pind.

ShortDef

causing manifold woe, baneful

Debugging

Headword:
πολυπήμων
Headword (normalized):
πολυπήμων
Headword (normalized/stripped):
πολυπημων
IDX:
26866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26898
Key:
poluph/mwn

Data

{'content': 'πολυπήμων\n πολῠ-πήμων, ον,\n πῆμα\n causing manifold woe, baneful, Hhymn.; π. νόσοι diseases manifold, Pind.', 'key': 'poluph/mwn'}