Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
View word page
Πολυπημονίδης
Πολυπημονίδης Πολυπημονίδης, ου, ὁ, son of Polypemon, with a play upon πολυπήμων, Od.

ShortDef

son of Polypemon

Debugging

Headword:
Πολυπημονίδης
Headword (normalized):
πολυπημονίδης
Headword (normalized/stripped):
πολυπημονιδης
IDX:
26865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26897
Key:
*poluphmoni/dhs

Data

{'content': 'Πολυπημονίδης\n Πολυπημονίδης, ου, ὁ,\n son of Polypemon, with a play upon πολυπήμων, Od.', 'key': '*poluphmoni/dhs'}