Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
View word page
πολυπενθής
πολυπενθής πολῠ-πενθής, ές πένθος much-mourning, exceeding mournful, Hom., Aesch.
ShortDef
much-mourning, exceeding mournful
Debugging
Headword:
πολυπενθής
Headword (normalized):
πολυπενθής
Headword (normalized/stripped):
πολυπενθης
IDX:
26864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26896
Key:
polupenqh/s
Data
{'content': 'πολυπενθής\n πολῠ-πενθής, ές\n πένθος\n much-mourning, exceeding mournful, Hom., Aesch.', 'key': 'polupenqh/s'}