Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
View word page
πολυπειρία
πολυπειρία πολῠ-πειρία, ἡ, πεῖρα great experience, Thuc.
ShortDef
great experience
Debugging
Headword:
πολυπειρία
Headword (normalized):
πολυπειρία
Headword (normalized/stripped):
πολυπειρια
IDX:
26862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26894
Key:
polupeiri/a
Data
{'content': 'πολυπειρία\n πολῠ-πειρία, ἡ,\n πεῖρα\n great experience, Thuc.', 'key': 'polupeiri/a'}