Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
View word page
πολυπάμων
πολυπάμων πολῠ-πάμων, ον, πέπᾱμαι exceeding wealthy, Il.

ShortDef

exceeding wealthy

Debugging

Headword:
πολυπάμων
Headword (normalized):
πολυπάμων
Headword (normalized/stripped):
πολυπαμων
IDX:
26861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26893
Key:
polupa/mwn

Data

{'content': 'πολυπάμων\n πολῠ-πάμων, ον,\n πέπᾱμαι\n exceeding wealthy, Il.', 'key': 'polupa/mwn'}