Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
View word page
πολύπαις
πολύπαις πολύ-παις, with many children, Anth.
ShortDef
with many children
Debugging
Headword:
πολύπαις
Headword (normalized):
πολύπαις
Headword (normalized/stripped):
πολυπαις
IDX:
26859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26891
Key:
polu/pais
Data
{'content': 'πολύπαις\n πολύ-παις,\n \n with many children, Anth.', 'key': 'polu/pais'}