Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
View word page
πολυπαίπαλος
πολυπαίπαλος πολῠ-παίπᾰλος, ον, exceeding crafty, Od.

ShortDef

exceeding crafty

Debugging

Headword:
πολυπαίπαλος
Headword (normalized):
πολυπαίπαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυπαιπαλος
IDX:
26858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26890
Key:
polupai/palos

Data

{'content': 'πολυπαίπαλος\n πολῠ-παίπᾰλος, ον,\n exceeding crafty, Od.', 'key': 'polupai/palos'}