Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
View word page
πολυπαθής
πολυπαθής παθεῖν subject to many passions, much perturbed, Anth.
ShortDef
subject to many passions, much perturbed
Debugging
Headword:
πολυπαθής
Headword (normalized):
πολυπαθής
Headword (normalized/stripped):
πολυπαθης
IDX:
26857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26889
Key:
polupaqh/s
Data
{'content': 'πολυπαθής\n παθεῖν\n subject to many passions, much perturbed, Anth.', 'key': 'polupaqh/s'}