Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
View word page
πολύοψος
πολύοψος πολύ-οψος, ον, abounding in fish, Strab. luxurious, Luc.

ShortDef

abounding in fish

Debugging

Headword:
πολύοψος
Headword (normalized):
πολύοψος
Headword (normalized/stripped):
πολυοψος
IDX:
26856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26888
Key:
polu/oyos

Data

{'content': 'πολύοψος\n πολύ-οψος, ον,\n abounding in fish, Strab.\n luxurious, Luc.', 'key': 'polu/oyos'}