Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
View word page
πολυοψία
πολυοψία πολυοψία, ἡ, abundance of meats or fish, Xen. from πολύοψος
ShortDef
abundance of meats
Debugging
Headword:
πολυοψία
Headword (normalized):
πολυοψία
Headword (normalized/stripped):
πολυοψια
IDX:
26855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26887
Key:
poluoyi/a
Data
{'content': 'πολυοψία\n πολυοψία, ἡ,\n abundance of meats or fish, Xen.\n from πολύοψος', 'key': 'poluoyi/a'}