Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυνεφέλας
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
View word page
πολύοχλος
πολύοχλος πολύ-οχλος, ον, much-peopled, populous, Polyb. very numerous, Arist.
ShortDef
much-peopled, populous
Debugging
Headword:
πολύοχλος
Headword (normalized):
πολύοχλος
Headword (normalized/stripped):
πολυοχλος
IDX:
26854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26886
Key:
polu/oxlos
Data
{'content': 'πολύοχλος\n πολύ-οχλος, ον,\n much-peopled, populous, Polyb.\n very numerous, Arist.', 'key': 'polu/oxlos'}