Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυνεικής
πολυνεφέλας
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
πολυπείρων
View word page
πολυόρνιθος
πολυόρνιθος πολυ-όρνῑθος, ον, ὄρνις abounding in birds, Eur.
ShortDef
abounding in birds
Debugging
Headword:
πολυόρνιθος
Headword (normalized):
πολυόρνιθος
Headword (normalized/stripped):
πολυορνιθος
IDX:
26853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26885
Key:
poluo/rniqos
Data
{'content': 'πολυόρνιθος\n πολυ-όρνῑθος, ον,\n ὄρνις\n abounding in birds, Eur.', 'key': 'poluo/rniqos'}