Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυναύτης
πολυνεικής
πολυνεφέλας
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπειρία
View word page
πολυόμματος
πολυόμματος πολυ-όμμᾰτος, ον, ὄμμα many-eyed, Luc.

ShortDef

many-eyed

Debugging

Headword:
πολυόμματος
Headword (normalized):
πολυόμματος
Headword (normalized/stripped):
πολυομματος
IDX:
26852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26884
Key:
poluo/mmatos

Data

{'content': 'πολυόμματος\n πολυ-όμμᾰτος, ον,\n ὄμμα\n many-eyed, Luc.', 'key': 'poluo/mmatos'}