Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύναος
πολυναύτης
πολυνεικής
πολυνεφέλας
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολυπάμφαος
πολυπάμων
View word page
πολύολβος
πολύολβος πολύ-ολβος, ον, very wealthy, Anth.: of things, very abundant, Anth. act. rich in blessings, Anth.

ShortDef

very wealthy

Debugging

Headword:
πολύολβος
Headword (normalized):
πολύολβος
Headword (normalized/stripped):
πολυολβος
IDX:
26851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26883
Key:
polu/olbos

Data

{'content': 'πολύολβος\n πολύ-ολβος, ον,\n very wealthy, Anth.: of things, very abundant, Anth.\n act. rich in blessings, Anth.', 'key': 'polu/olbos'}