Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύμουσος
πολύμοχθος
πολύμυθος
πολύναος
πολυναύτης
πολυνεικής
πολυνεφέλας
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
πολυπαίπαλος
View word page
πολύξεστος
πολύξεστος πολύ-ξεστος, ον, ξέω much-polished, Soph.

ShortDef

much-polished

Debugging

Headword:
πολύξεστος
Headword (normalized):
πολύξεστος
Headword (normalized/stripped):
πολυξεστος
IDX:
26848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26880
Key:
polu/cestos

Data

{'content': 'πολύξεστος\n πολύ-ξεστος, ον,\n ξέω\n much-polished, Soph.', 'key': 'polu/cestos'}