Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνείσοδος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
View word page
ἀνεκπίμπλημι
ἀνεκπίμπλημι to fill up or again, Xen.
ShortDef
to fill up
Debugging
Headword:
ἀνεκπίμπλημι
Headword (normalized):
ἀνεκπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
ανεκπιμπλημι
IDX:
2687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2688
Key:
a)nekpi/mplhmi
Data
{'content': 'ἀνεκπίμπλημι\n to fill up or again, Xen.', 'key': 'a)nekpi/mplhmi'}