Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πολύμνια
πολύμουσος
πολύμοχθος
πολύμυθος
πολύναος
πολυναύτης
πολυνεικής
πολυνεφέλας
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπαθής
View word page
πολύξενος
πολύξενος πολύ-ξενος, Ionic -ξεινος, ον, of persons, entertaining many guests, very hospitable, Hes. visited by many guests, Pind., Eur.

ShortDef

entertaining many guests, very hospitable

Debugging

Headword:
πολύξενος
Headword (normalized):
πολύξενος
Headword (normalized/stripped):
πολυξενος
IDX:
26847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26879
Key:
polu/cenos

Data

{'content': 'πολύξενος\n πολύ-ξενος, Ionic -ξεινος, ον,\n \n \n of persons, entertaining many guests, very hospitable, Hes.\n visited by many guests, Pind., Eur.', 'key': 'polu/cenos'}