Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυμισής
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
πολύμουσος
πολύμοχθος
πολύμυθος
πολύναος
πολυναύτης
πολυνεικής
πολυνεφέλας
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
πολυόρνιθος
View word page
πολυνεικής
πολυνεικής πολῠ-νεικής, ές νεῖκος much-wrangling, Aesch.
ShortDef
much-wrangling
Debugging
Headword:
πολυνεικής
Headword (normalized):
πολυνεικής
Headword (normalized/stripped):
πολυνεικης
IDX:
26843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26875
Key:
poluneikh/s
Data
{'content': 'πολυνεικής\n πολῠ-νεικής, ές\n νεῖκος\n much-wrangling, Aesch.', 'key': 'poluneikh/s'}