Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυμιγής
πολυμισής
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
πολύμουσος
πολύμοχθος
πολύμυθος
πολύναος
πολυναύτης
πολυνεικής
πολυνεφέλας
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
πολύοινος
πολύολβος
πολυόμματος
View word page
πολυναύτης
πολυναύτης πολῠ-ναύτης, ου, ὁ, with many sailors or ships, Aesch.

ShortDef

with many sailors

Debugging

Headword:
πολυναύτης
Headword (normalized):
πολυναύτης
Headword (normalized/stripped):
πολυναυτης
IDX:
26842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26874
Key:
polunau/ths

Data

{'content': 'πολυναύτης\n πολῠ-ναύτης, ου, ὁ,\n with many sailors or ships, Aesch.', 'key': 'polunau/ths'}