Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύμητις
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμισής
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
πολύμουσος
πολύμοχθος
πολύμυθος
πολύναος
πολυναύτης
πολυνεικής
πολυνεφέλας
πολυνιφής
πολύνοσος
πολύξενος
πολύξεστος
πολυοινέω
View word page
πολύμοχθος
πολύμοχθος πολύ-μοχθος, ον, much-labouring, suffering many things, Soph., Eur. pass. won by much toil, Anth.: wrought with much toil, Theocr.
ShortDef
much-labouring, suffering many things
Debugging
Headword:
πολύμοχθος
Headword (normalized):
πολύμοχθος
Headword (normalized/stripped):
πολυμοχθος
IDX:
26839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26871
Key:
polu/moxqos
Data
{'content': 'πολύμοχθος\n πολύ-μοχθος, ον,\n much-labouring, suffering many things, Soph., Eur.\n pass. won by much toil, Anth.: wrought with much toil, Theocr.', 'key': 'polu/moxqos'}