Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνείρω
ἀνείσοδος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
View word page
ἀνεκλάλητος
ἀνεκλάλητος ἐκλαλέω unspeakable, NTest.
ShortDef
unspeakable
Debugging
Headword:
ἀνεκλάλητος
Headword (normalized):
ἀνεκλάλητος
Headword (normalized/stripped):
ανεκλαλητος
IDX:
2686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2687
Key:
a)nekla/lhtos
Data
{'content': 'ἀνεκλάλητος\n ἐκλαλέω\n unspeakable, NTest.', 'key': 'a)nekla/lhtos'}