Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμηνις
πολύμητις
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμισής
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
πολύμουσος
πολύμοχθος
πολύμυθος
πολύναος
πολυναύτης
πολυνεικής
πολυνεφέλας
View word page
πολυμνήστευτος
πολυμνήστευτος πολυ-μνήστευτος, ον, μνηστεύω much-wooed, Plut.
ShortDef
much-wooed
Debugging
Headword:
πολυμνήστευτος
Headword (normalized):
πολυμνήστευτος
Headword (normalized/stripped):
πολυμνηστευτος
IDX:
26834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26866
Key:
polumnh/steutos
Data
{'content': 'πολυμνήστευτος\n πολυ-μνήστευτος, ον,\n μνηστεύω\n much-wooed, Plut.', 'key': 'polumnh/steutos'}