Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμηνις
πολύμητις
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμισής
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
πολύμουσος
πολύμοχθος
πολύμυθος
πολύναος
View word page
πολυμήχανος
πολυμήχανος πολῠ-μήχᾰνος, ον, μηχανή full of resources, inventive, ever-ready, of Ulysses, Il.
ShortDef
full of resources, inventive, ever-ready
Debugging
Headword:
πολυμήχανος
Headword (normalized):
πολυμήχανος
Headword (normalized/stripped):
πολυμηχανος
IDX:
26831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26863
Key:
polumh/xanos
Data
{'content': 'πολυμήχανος\n πολῠ-μήχᾰνος, ον,\n μηχανή\n full of resources, inventive, ever-ready, of Ulysses, Il.', 'key': 'polumh/xanos'}