Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμηνις
πολύμητις
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμισής
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
πολύμουσος
πολύμοχθος
πολύμυθος
View word page
πολυμηχανία
πολυμηχανία πολῠμηχᾰνία, ἡ, the having many resources, inventiveness, readiness, Od. from πολῠμήχᾰνος
ShortDef
the having many resources, inventiveness, readiness
Debugging
Headword:
πολυμηχανία
Headword (normalized):
πολυμηχανία
Headword (normalized/stripped):
πολυμηχανια
IDX:
26830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26862
Key:
polumhxani/a
Data
{'content': 'πολυμηχανία\n πολῠμηχᾰνία, ἡ,\n the having many resources, inventiveness, readiness, Od.\n from πολῠμήχᾰνος', 'key': 'polumhxani/a'}