Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνείργω
ἀνείρω
ἀνείσοδος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
View word page
ἀνέκδρομος
ἀνέκδρομος inevitable, Anth.

ShortDef

inevitable

Debugging

Headword:
ἀνέκδρομος
Headword (normalized):
ἀνέκδρομος
Headword (normalized/stripped):
ανεκδρομος
IDX:
2685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2686
Key:
a)ne/kdromos

Data

{'content': 'ἀνέκδρομος\n inevitable, Anth.', 'key': 'a)ne/kdromos'}