Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμηνις
πολύμητις
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμισής
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
View word page
πολύμηλος
πολύμηλος πολύ-μηλος, ον, μῆλον with many sheep or goats, rich in flocks, Il., Hes., Eur.
ShortDef
Polymelus
with many sheep
Debugging
Headword:
πολύμηλος
Headword (normalized):
πολύμηλος
Headword (normalized/stripped):
πολυμηλος
IDX:
26827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26859
Key:
polu/mhlos
Data
{'content': 'πολύμηλος\n πολύ-μηλος, ον,\n μῆλον\n with many sheep or goats, rich in flocks, Il., Hes., Eur.', 'key': 'polu/mhlos'}