Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμηνις
πολύμητις
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμισής
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
View word page
πολύμετρος
πολύμετρος πολύ-μετρος, ον, μέτρον of many measures, hence copious, abundant, Eur. ap. Ar. consisting of many metres, Ath
ShortDef
of many measures
Debugging
Headword:
πολύμετρος
Headword (normalized):
πολύμετρος
Headword (normalized/stripped):
πολυμετρος
IDX:
26825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26857
Key:
polu/metros
Data
{'content': 'πολύμετρος\n πολύ-μετρος, ον,\n μέτρον\n of many measures, hence copious, abundant, Eur. ap. Ar.\n consisting of many metres, Ath', 'key': 'polu/metros'}