Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμηνις
πολύμητις
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμισής
πολυμνήστευτος
View word page
πολυμερής
πολυμερής πολῠ-μερής, ές μέρος consisting of many parts, manifold, of divers kinds, Arist.: adv. -μερῶς, in many portions, NTest.

ShortDef

consisting of many parts, manifold, of divers kinds

Debugging

Headword:
πολυμερής
Headword (normalized):
πολυμερής
Headword (normalized/stripped):
πολυμερης
IDX:
26824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26856
Key:
polumerh/s

Data

{'content': 'πολυμερής\n πολῠ-μερής, ές\n μέρος\n consisting of many parts, manifold, of divers kinds, Arist.: adv. -μερῶς, in many portions, NTest.', 'key': 'polumerh/s'}