Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμηνις
πολύμητις
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμισής
View word page
πολυμελής
πολυμελής πολῠ-μελής, ές μέλος with many members, Plat.

ShortDef

with many members

Debugging

Headword:
πολυμελής
Headword (normalized):
πολυμελής
Headword (normalized/stripped):
πολυμελης
IDX:
26823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26855
Key:
polumelh/s

Data

{'content': 'πολυμελής\n πολῠ-μελής, ές\n μέλος\n with many members, Plat.', 'key': 'polumelh/s'}