Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμηνις
πολύμητις
View word page
πολύμακαρ
πολύμακαρ πολύμᾰκᾰρ, ᾰρος, ὁ, ἡ, most blissful or happy, Eust.

ShortDef

most blissful

Debugging

Headword:
πολύμακαρ
Headword (normalized):
πολύμακαρ
Headword (normalized/stripped):
πολυμακαρ
IDX:
26819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26851
Key:
polu/makar

Data

{'content': 'πολύμακαρ\n πολύμᾰκᾰρ, ᾰρος, ὁ, ἡ,\n most blissful or happy, Eust.', 'key': 'polu/makar'}