Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμηνις
View word page
πολυμαθία
πολυμαθία πολῠ-μᾰθία, ἡ, much-learning, Plat., etc.

ShortDef

much-learning

Debugging

Headword:
πολυμαθία
Headword (normalized):
πολυμαθία
Headword (normalized/stripped):
πολυμαθια
IDX:
26818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26850
Key:
polumaqi/a

Data

{'content': 'πολυμαθία\n πολῠ-μᾰθία, ἡ,\n much-learning, Plat., etc.', 'key': 'polumaqi/a'}