Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
View word page
πολυμαθής
πολυμαθής πολῠ-μᾰθής, ές μαθεῖν having learnt or knowing much, Ar., Plat.

ShortDef

having learnt much

Debugging

Headword:
πολυμαθής
Headword (normalized):
πολυμαθής
Headword (normalized/stripped):
πολυμαθης
IDX:
26817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26849
Key:
polumaqh/s

Data

{'content': 'πολυμαθής\n πολῠ-μᾰθής, ές\n μαθεῖν\n having learnt or knowing much, Ar., Plat.', 'key': 'polumaqh/s'}