Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
View word page
πολυλογία
πολυλογία πολῠλογία, ἡ, much talk, loquacity, Xen. from πολύλογος
ShortDef
much talk, loquacity
Debugging
Headword:
πολυλογία
Headword (normalized):
πολυλογία
Headword (normalized/stripped):
πολυλογια
IDX:
26815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26847
Key:
polulogi/a
Data
{'content': 'πολυλογία\n πολῠλογία, ἡ,\n much talk, loquacity, Xen.\n from πολύλογος', 'key': 'polulogi/a'}