Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
πολυμεθής
View word page
πολυλήϊος
πολυλήϊος πολῠλήϊος, ον, λήϊον with many cornfields, Il.
ShortDef
with many grainfields
Debugging
Headword:
πολυλήϊος
Headword (normalized):
πολυλήϊος
Headword (normalized/stripped):
πολυληιος
IDX:
26812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26844
Key:
polulh/ios
Data
{'content': 'πολυλήϊος\n πολῠλήϊος, ον,\n λήϊον\n with many cornfields, Il.', 'key': 'polulh/ios'}