Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολυμανής
πολυμάχητος
View word page
πολύκωπος
πολύκωπος πολύ-κωπος, ον, κωπή many-oared, Soph., Eur.
ShortDef
many-oared
Debugging
Headword:
πολύκωπος
Headword (normalized):
πολύκωπος
Headword (normalized/stripped):
πολυκωπος
IDX:
26811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26843
Key:
polu/kwpos
Data
{'content': 'πολύκωπος\n πολύ-κωπος, ον,\n κωπή\n many-oared, Soph., Eur.', 'key': 'polu/kwpos'}