Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
View word page
πολυκώκυτος
πολυκώκυτος πολῠ-κώκῡτος, ον, much-lamenting, Theogn.

ShortDef

much-lamenting

Debugging

Headword:
πολυκώκυτος
Headword (normalized):
πολυκώκυτος
Headword (normalized/stripped):
πολυκωκυτος
IDX:
26809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26841
Key:
polukw/kutos

Data

{'content': 'πολυκώκυτος\n πολῠ-κώκῡτος, ον,\n much-lamenting, Theogn.', 'key': 'polukw/kutos'}