Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
πολύλογος
View word page
πολυκτόνος
πολυκτόνος πολυ-κτόνος, ον, κτείνω much-slaying, murderous, Aesch., Eur.

ShortDef

much-slaying, murderous

Debugging

Headword:
πολυκτόνος
Headword (normalized):
πολυκτόνος
Headword (normalized/stripped):
πολυκτονος
IDX:
26806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26838
Key:
polukto/nos

Data

{'content': 'πολυκτόνος\n πολυ-κτόνος, ον,\n κτείνω\n much-slaying, murderous, Aesch., Eur.', 'key': 'polukto/nos'}