Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογία
View word page
πολύκτητος
πολύκτητος πολύ-κτητος, ον, of large possessions, wealthy, Eur.
ShortDef
of large possessions, wealthy
Debugging
Headword:
πολύκτητος
Headword (normalized):
πολύκτητος
Headword (normalized/stripped):
πολυκτητος
IDX:
26805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26837
Key:
polu/kthtos
Data
{'content': 'πολύκτητος\n πολύ-κτητος, ον,\n of large possessions, wealthy, Eur.', 'key': 'polu/kthtos'}