Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
View word page
πολυκτήμων
πολυκτήμων πολυ-κτήμων, ονος, with many possessions, exceeding rich, Il., Soph.; c. gen., π. βίου Eur.
ShortDef
with many possessions, exceeding rich
Debugging
Headword:
πολυκτήμων
Headword (normalized):
πολυκτήμων
Headword (normalized/stripped):
πολυκτημων
IDX:
26804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26836
Key:
polukth/mwn
Data
{'content': 'πολυκτήμων\n πολυ-κτήμων, ονος,\n with many possessions, exceeding rich, Il., Soph.; c. gen., π. βίου Eur.', 'key': 'polukth/mwn'}