Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύκνημος
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυλήϊος
πολύλλιθος
View word page
πολυκτέανος
πολυκτέανος πολυ-κτέᾰνος, ον, κτέανον = πολυκτήμων, Pind.
ShortDef
with many possessions
Debugging
Headword:
πολυκτέανος
Headword (normalized):
πολυκτέανος
Headword (normalized/stripped):
πολυκτεανος
IDX:
26803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26835
Key:
polukte/anos
Data
{'content': 'πολυκτέανος\n πολυ-κτέᾰνος, ον,\n κτέανον\n = πολυκτήμων, Pind.', 'key': 'polukte/anos'}