Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
πολυκώκυτος
πολύκωμος
πολύκωπος
View word page
πολύκροτος
πολύκροτος πολύ-κροτος, ον, loud-ringing, Hhymn.

ShortDef

loud-ringing

Debugging

Headword:
πολύκροτος
Headword (normalized):
πολύκροτος
Headword (normalized/stripped):
πολυκροτος
IDX:
26801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26833
Key:
polu/krotos

Data

{'content': 'πολύκροτος\n πολύ-κροτος, ον,\n loud-ringing, Hhymn.', 'key': 'polu/krotos'}