Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκυδής
πολυκύμων
View word page
πολύκρανος
πολύκρανος πολύ-κρᾱνος, ον, κρανίον many-headed, Eur.

ShortDef

many-headed

Debugging

Headword:
πολύκρανος
Headword (normalized):
πολύκρανος
Headword (normalized/stripped):
πολυκρανος
IDX:
26798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26830
Key:
polu/kranos

Data

{'content': 'πολύκρανος\n πολύ-κρᾱνος, ον,\n κρανίον\n many-headed, Eur.', 'key': 'polu/kranos'}