Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνείργω
ἀνείρω
ἀνείσοδος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
View word page
ἀνέκβατος
ἀνέκβατος ἐκβαίνω without outlet, Thuc.

ShortDef

without outlet

Debugging

Headword:
ἀνέκβατος
Headword (normalized):
ἀνέκβατος
Headword (normalized/stripped):
ανεκβατος
IDX:
2682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2683
Key:
a)ne/kbatos

Data

{'content': 'ἀνέκβατος\n ἐκβαίνω\n without outlet, Thuc.', 'key': 'a)ne/kbatos'}