Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύκλειτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
View word page
πολυκοίρανος
πολυκοίρανος πολῠ-κοίρᾰνος, ον, wide-ruling, Aesch. ap. Ar.

ShortDef

wide-ruling

Debugging

Headword:
πολυκοίρανος
Headword (normalized):
πολυκοίρανος
Headword (normalized/stripped):
πολυκοιρανος
IDX:
26796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26828
Key:
polukoi/ranos

Data

{'content': 'πολυκοίρανος\n πολῠ-κοίρᾰνος, ον,\n wide-ruling, Aesch. ap. Ar.', 'key': 'polukoi/ranos'}