Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
View word page
πολύκοινος
πολύκοινος πολύ-κοινος, ον, common to many or to all, Pind., Soph.
ShortDef
common to many
Debugging
Headword:
πολύκοινος
Headword (normalized):
πολύκοινος
Headword (normalized/stripped):
πολυκοινος
IDX:
26794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26826
Key:
polu/koinos
Data
{'content': 'πολύκοινος\n πολύ-κοινος, ον,\n common to many or to all, Pind., Soph.', 'key': 'polu/koinos'}