Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
πολύκρουνος
View word page
πολύκμητος
πολύκμητος πολύ-κμητος, ον, κάμνω much-wrought, wrought with much toil, epith. of iron, as distinguished from copper, Il.; π. θάλαμος Od. laborious, τέχνη Anth.
ShortDef
much-wrought, wrought with much toil
Debugging
Headword:
πολύκμητος
Headword (normalized):
πολύκμητος
Headword (normalized/stripped):
πολυκμητος
IDX:
26792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26824
Key:
polu/kmhtos
Data
{'content': 'πολύκμητος\n πολύ-κμητος, ον,\n κάμνω\n much-wrought, wrought with much toil, epith. of iron, as distinguished from copper, Il.; π. θάλαμος Od.\n laborious, τέχνη Anth.', 'key': 'polu/kmhtos'}