Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυκέφαλος
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατής
πολύκροτος
View word page
πολύκλυστος
πολύκλυστος πολύ-κλυστος, ον, κλύζω much-dashing, Od. Hes. pass. washed by many a wave, Hes.
ShortDef
much-dashing
Debugging
Headword:
πολύκλυστος
Headword (normalized):
πολύκλυστος
Headword (normalized/stripped):
πολυκλυστος
IDX:
26791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26823
Key:
polu/klustos
Data
{'content': 'πολύκλυστος\n πολύ-κλυστος, ον,\n κλύζω\n much-dashing, Od. Hes.\n pass. washed by many a wave, Hes.', 'key': 'polu/klustos'}