Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνειμένος
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνείργω
ἀνείρω
ἀνείσοδος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
View word page
ἀνεκάς
ἀνεκάς upwards, Lat. sursum, Pind., Attic
ShortDef
upwards
Debugging
Headword:
ἀνεκάς
Headword (normalized):
ἀνεκάς
Headword (normalized/stripped):
ανεκας
IDX:
2681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2682
Key:
a)neka/s
Data
{'content': 'ἀνεκάς\n upwards, Lat. sursum, Pind., Attic', 'key': 'a)neka/s'}