Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκοινος
View word page
πολυκήτης
πολυκήτης πολῠ-κήτης, ες κῆτος full of monsters, Theocr.

ShortDef

full of monsters

Debugging

Headword:
πολυκήτης
Headword (normalized):
πολυκήτης
Headword (normalized/stripped):
πολυκητης
IDX:
26784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26816
Key:
polukh/ths

Data

{'content': 'πολυκήτης\n πολῠ-κήτης, ες\n κῆτος\n full of monsters, Theocr.', 'key': 'polukh/ths'}